- στερεοσκόπιο
- Οπτική συσκευή ικανή να δώσει στον παρατηρητή την εντύπωση του ανάγλυφου, καθώς κοιτά δύο επίπεδες εικόνες, αντίστοιχες με τις εικόνες του αντικείμενου, οι οποίες σχηματίζονται στα δύο μάτια (το ζεύγος αυτών των εικόνων καλείται στερεοσκοπικό). Ζεύγη στερεοσκοπικών εικόνων πετυχαίνονται με ειδικές φωτογραφικές μηχανές που έχουν δύο αντικειμενικούς φακούς σε απόσταση 7 εκ. περίπου μεταξύ τους, όση είναι η μέση απόσταση μεταξύ των ματιών του ανθρώπου. Τα σ. βασίζονται στον μηχανισμό της διόφθαλμης όρασης, δηλαδή στο τέχνασμα να βλέπει το κάθε μάτι μία μόνο εικόνα του στερεοσκοπικού ζεύγους. Ένας πολύ απλός τύπος είναι το σ. του Χέλμχολτς· διαδομένο είναι επίσης το σ. του Μπρούστερ, που τελειοποίησαν αργότερα οι φον Pop και φον Αλμπάντα. Μια διαφορετική μέθοδος στερεοσκοπικής όρασης βασίζεται στη χρησιμοποίηση των ανάγλυφων.
Ένα παιδί χειρίζεται στερεοσκόπιο.
* * *το, Ντεχνολ. οπτικό όργανο που επιτρέπει μεταβολή τής απόστασης μεταξύ τών δύο προσοφθαλμίων παρέχοντας στον παρατηρητή τη δυνατότητα να αντιληφθεί δύο διαφορετικές προοπτικές όψεις τού ίδιου αντικειμένου, δηλαδή τη στερεοσκοπική όραση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stereoscope (< στερεός + -σκόπιο < -σκόπος < σκέπτομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Εφημερίς τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].
Dictionary of Greek. 2013.